- βαρβαρικός
- barbare
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βαρβαρικός — barbaric masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικός — ή, ό (AM βαρβαρικός, ή, όν) [βάρβαρος] Ι. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε βάρβαρο αρχ. βάρβαρος, βίαιος II. μσν. το ουδ. ως ουσ. οι χώρες των βαρβάρων αρχ. το ουδ. ως ουσ. 1. οι βάρβαροι 2. η κακομεταχείριση … Dictionary of Greek
βαρβαρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε βαρβάρους: Στην αρχαία Ελλάδα γίνονταν συχνά βαρβαρικές επιδρομές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρβαρικά — βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc pl βαρβαρικά̱ , βαρβαρικός barbaric fem nom/voc/acc dual βαρβαρικά̱ , βαρβαρικός barbaric fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικώτερον — βαρβαρικός barbaric adverbial comp βαρβαρικός barbaric masc acc comp sg βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικωτέρων — βαρβαρικός barbaric fem gen comp pl βαρβαρικός barbaric masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικῶν — βαρβαρικός barbaric fem gen pl βαρβαρικός barbaric masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικόν — βαρβαρικός barbaric masc acc sg βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικώτατα — βαρβαρικός barbaric adverbial superl βαρβαρικός barbaric neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικαῖς — βαρβαρικός barbaric fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικαί — βαρβαρικός barbaric fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)